ἐνεύχομαι

ἐνεύχομαι
ἐνεύχομαι,
A adjure, implore, Test.Epict.1.13, Herod.6.46;

ἐνεύχομαι ὑμῖν θεοὺς καὶ θεάς IG5(1).1208.50

([place name] Gythium): c. dat., of god invoked, PMag.Par.1.2258; also ἐνεύχομαί σοι τὴν Ἀφροδίτην μὴ ἀποκνήσῃς I adjure you by A. not to . ., PBaden 51 (ii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ενεύχομαι — ἐνεύχομαι (Α) 1. εκφράζω ευχή, επιθυμία 2. επικαλούμαι, παρακαλώ, ικετεύω 3. εξορκίζω κάποιον να κάνει κάτι επικαλούμενος θεία βοήθεια («ἐνεύχομαί σοι τήν Ἀφροδίτην μή ἀποκνήσῃς», πάπ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐνεύχομαι — ἐν εὔχομαι pray pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύχομαι — και ευκιέμαι (ΑΜ εὔχομαι) 1. εκφράζω ευχή, επιθυμία για κάτι, επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιηθεί κάτι 2. προσεύχομαι, απευθύνω προσευχή προς τον Θεό, δέομαι, παρακαλώ τον Θεό || νεοελλ. παροιμ. «φκήσου τού οχτρού σου το δεντρί, ν ανθήσει το δικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”